ὀρροπύγιον

Revision as of 17:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

[ῡ], Ion. ὀρσοπύγιον GDI5702.35 (Samos, iv B. C.), τό: (ὄρρος):—pygostyle, rump of birds, in which the tail-feathers are set, Arist. HA504a32,618b33, al. (with vv.ll. οὐροπύγιον, ὀροπύγιον, cf. τοὐροπύγιον in Phld. Rh.2.189 S., but ὀρροπύγιον is certain in IG22.1498.27 (Athens, iv B. C.)); of the sepia, Arist.HA525a12: generally, rear, tail, rump of any animal, Ar.V.1075, Nu.162.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 extrémité de la colonne vertébrale, particul. croupion d’un oiseau;
2 nageoire de poisson;
3 organe auquel s'adapte le dard d’un cousin.
Étymologie: ὄρνυμι, πυγή.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρροπύγιον: [ῡ], τό, τὸ ἄκρον τοῦ κόκκυγος λεγομένου ὀστοῦ τῶν πτηνῶν, ὅθεν φύονται τὰ πτερὰ τῆς οὐρᾶς, κοινῶς «κωλοκούκουρον», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 9., 9. 32, 3 καὶ 5 (ἔνθα ὁ Βεκκῆρ. διατηρεῖ οὐροπ-, ἀλλ’ ἴδε Cobet V. LL. 278)· - τὸ οὐραῖον πτερύγιον τῶν ἰχθύων, αὐτόθι 4. 1. 25· - καθόλου, ἡ οὐρὰ ἢ ὁ γλουτὸς παντὸς ζῴου, Ἀριστοφ. Σφ. 1075, Νεφ. 162.

Greek Monolingual

ὀρροπύγιον και οὐροπύγιον και ιων. τ. ὀρσοπύγιον, τὸ (Α)
1. το κάτω άκρο του οστού του κόκκυγος, ιδίως τών πτηνών, όπου φυτρώνουν τα φτερά της ουράς
2. η ουρά ή ο γλουτός κάθε ζώου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρρος «το άκρο του ιερού οστού» + -πύγιον (< πυγή «γλουτός»), πρβλ. ορθο-πύγιον].

Greek Monotonic

ὀρροπύγιον: [ῡ], τό, άκρο οστού όπου βγαίνουν τα φτερά της ουράς του πουλιού· γενικά, η ουρά ή το οστό κόκκυγας στην απόληξη της σπονδυλικής στήλης κάθε ζώου, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρροπύγιον: (ῡ) τό
1) гузка (οἱ ὄρνιθες οὐρὰν μὲν οὐκ ἔχουσιν, ὀ. δέ Arst.);
2) хвостовой плавник (τῆς σηπίας Arst.);
3) задняя оконечность брюшка (τῆς ἐμπίδος Arph.);
4) осиное жало Arph.

Middle Liddell

ὀρρο-πύ¯γιον, ου, τό,
the rump of birds:—generally, the tail or rump of any animal, Ar.