ὑβός

Revision as of 18:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

[ῡ], ή, όν, humpbacked, Hp.Aph.6.46, Theoc.5.43.

German (Pape)

[Seite 1168] auswärts gebogen, gekrümmt, dah. bucklig, Theocr. 5, 23, Ggstz λορδός. Mit κυφός, gibbus verwandt.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
courbé ; bossu.
Étymologie: ὗβος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑβός: [ῡ], ή, όν, ὁ ἔχων κεκυρτωμένα τὰ νῶτα, κυρτός, «καμπούρης», Ἱππ. Ἀφ. 1258· ἀντίθετον τῷ λορδός, Θεόκρ. 5. 43. (Ὁ Κούρτ. ἀμφιβάλλει τὴν σχέσιν τῆς λέξεως πρὸς τὸ κυφός).

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑβός, -ή, -όν, ΝΑ
κυφός, καμπούρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος του ιατρικού λεξιλογίου, άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα -βος, όπως και άλλα επίθ. σχετικά με σωματικές αδυναμίες ή αναπηρίες (πρβλ. κλα-μ-βός, στρα-β-ός)].

Greek Monotonic

ὑβός: [ῡ], -ή, -όν, καμπούρης, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑβός: v.l. ὗβος 3 (ῡ) горбатый Theocr.

Middle Liddell

ὑ¯βός, ή, όν
hump-backed, Theocr.

Frisk Etymology German

ὑβός: {hubós}
Forms: (ὗβε [Vok.] Theok. 5, 43 metr. bedingt?)
Meaning: ’bucklig’ (Hp., Theok.), ὕβος (codd.; für ὗ-?) m. Buckel, Höcker, eines Kamels, eines kyprischen Ochsen (Arist.).
Derivative: Davon ὑβόομαι bucklig werden (Gal.) mit ὕβωμα n. Buckel (von ὕβος erweitert? Chantraine Form. 187), -ωσις f. Buckligkeit (Hp., Gal.).
Etymology : Mit seinem β-Element gehört ὑβός zur selben Gruppe wie στραβός, κλαμβός und andere Bez. körperlicher Gebrechen (Chantraine Form. 261); es kann somit von diesen Wörtern formal beeinflußt sein. Eine überzeugende Etymologie fehlt. Hypothese von Petersson Balt. u. Slav. Wortstud. (Lund 1918) 74: zu lit. subinė̃ After, Hinterer, Gesäß, das von *subas = ὗβος abgeleitet wäre. Für voridg. Ursprung von ὑβός, κυφός ebenso wie von aind. kubjá-, kubhrá- Lombardo Ist. Lomb. 91, 243 f. — Frühere Versuche bei Bq (abgelehnt).
Page 2,953