πηνίζομαι

Revision as of 21:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

Dor. πανίσδομαι, (πήνη) wind thread off a reel for the woof, Philyll.33, prob. in BGU1141.34 (i B. C.): generally, wind off a reel, ἐκ ταλάρω π. ἔργα Theoc.18.32:—later in Act., Orib.Fr.137.

French (Bailly abrégé)

tisser.
Étymologie: πήνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πηνίζομαι, Dor. πᾱνίσδομαι [πήνη] weven.

Russian (Dvoretsky)

πηνίζομαι: дор. πᾱνίσδομαι мотать пряжу или ткать Theocr.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. πανίσδομαι και μτγν
ενεργ
τ. πηνίζω Α πήνη
1. τυλίγω νήμα από το κουβάρι στο πηνίο, στο μασούρι της σαΐτας, μασουρίζω
2. ξετυλίγωοὔτε τις ἐν ταλάρῳ πανίσδεται ἔργα τοιαῦτα», Θεόκρ.).

Greek Monotonic

πηνίζομαι: Δωρ. πᾱνίσδομαι, αποθ. (πήνη), μασουρίζω, τυλίγω νήμα στο μασούρι, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

πηνίζομαι: Δωρ. πᾱνίσδομαι· ἀποθ· (πήνη)· ― καλαμίζω, μασουρίζω, περιτυλίσσω τὸν μίτον εἰς καλάμια πρὸς παρασκευὴν ὑφαδίου, Φιλύλλιος ἐν Ἀδήλ. 11· καθόλου, οὔτε τις ἐκ ταλάρω πανίσδεται ἔργα τοιαῦτα Θεόκρ. 18. 32.

Middle Liddell

πηνίζομαι, πήνη
Dep., to wind thread off a reel, Theocr.