στολιδόομαι

Revision as of 22:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

Med., A dress oneself in, νεβρίδα στολιδωσαμένα E.Ph. 1755 (lyr.). 2 Pass., become wrinkled, of a bandage, Sor.Fasc. 42.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στολιδόομαι [στολίς] aor. Dor. ptc. f. στολιδωσαμένα, omdoen, aantrekken.

Russian (Dvoretsky)

στολῐδόομαι: надевать на себя (στολιδωσαμένοι νεβρίδα Eur.).

Greek Monotonic

στολῐδόομαι: Μέσ., φορώ ρούχο, ένδυμα, ντύνομαι, στολίζομαι, με αιτ., σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

στολῐδόομαι: μέσ., ἐνδύομαί τι, «στολίζομαι» μέ τι, νεβρίδα στολιδωσαμένα Εὐρ. Φοίν. 1754.

Middle Liddell

στολῐδόομαι,
Mid. to dress oneself in a garment, c. acc., Eur.