σπογγίζω

Revision as of 00:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

English (LSJ)

or σφ-, A wipe with a sponge, Ar.Th.247; τὰ βάθρα D.18.258; τὰ ὑποδήματα Arr.Epict.2.22.31, Ath.8.351a (Pass.). II wipe away, τὸν ἱδρῶτα . . ἀπ' ἐμοῦ σπόγγισον Pherecr.53.

German (Pape)

[Seite 922] mit dem Schwamme abwischen; Ar. Th. 247; τὰ βάθρα, Dem. 18, 258; ὡς εἶδεν ἐσπογγισμένα τὰ ὑποδήματα, Ath. VIII, 351 a.

French (Bailly abrégé)

éponger, nettoyer, laver avec une éponge, acc..
Étymologie: σπόγγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπογγίζω [σπόγγος] fut. 3 sing. σπογγιεῖ Aristoph. Th. 247, met een spons schoonmaken, afsponzen.

Russian (Dvoretsky)

σπογγίζω: мыть или вытирать губкой (τι Arph., Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

σπογγίζω: μέλλ. -ίσω, ἀπομάττω διὰ σπόγγου, Ἀριστοφ. Θεσμ. 247· τὰ βάθρα Δημ. 313. 12· τὰ ὑποδήματα Ἀθήν. 351Α, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 31. ΙΙ. σπογγίζων ἀποβάλλω, ἀποψήχω, «σφογγίζω», τὸν ἱδρῶτα… ἀπ’ ἐμοῦ σπόγγισον Φερεκρ. ἐν «Ἐπιπλήσμονι» 7.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
βλ. σφουγγίζω.

Greek Monotonic

σπογγίζω: μέλ. -ίσω (σπόγγος), σκουπίζω με σφουγγάρι, σφουργγίζω, σε Δημ.

Middle Liddell

σπογγίζω, σπόγγος
to wipe with a sponge, Dem.