γόμφωμα

Revision as of 10:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")

English (LSJ)

ατος, τό, A that which is fastened by bolts, frame-work, Plu.Marc.15. 2 = γόμφος, Id.2.321d, Longus 2.26. 3 metaph., κλειδῶν ἀχαλκεύτων γ. Vett. Val.334.11 (pl.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 armadura, entramado constituido por piezas unidas con clavos τὸ γ. (τῆς μηχανῆς) διέσεισαν Plu.Marc.15.
2 plu. pernos, clavos, clavazón esp. de un barco γομφώμασι καὶ πρίοσι καὶ πελέκεσι Plu.2.321d, (δελφῖνες) ἔλυον τὰ γομφώματα Longus 2.26.2
dientes de una llave, Vett.Val.320.32.

German (Pape)

[Seite 501] τό, das durch γόμφοι Zusammengefügte, Verband des Schiffes, Long. past. 2, 26; der Schiffsbrücke, Plut. Marcell. 15; auch = γόμφος, fort. Rom. 9.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 pont d'un navire assujetti au moyen de chevilles;
2 cheville, clou.
Étymologie: γομφόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γόμφωμα -ατος, τό γομφόω verbindingswerk Plut. Marc. 15.6 (van de opbouw van een schip).

Russian (Dvoretsky)

γόμφωμα: ατος τό
1) крепление (τὸ γ. διασπᾶν Plut.);
2) Plut. = γόμφος 1.

Greek (Liddell-Scott)

γόμφωμα: τό, τὸ διὰ γόμφων συμπηγνύμενον, τὸ σκελετόν, Πλούτ. Μαρκ. 15·― ἀλλὰ = γόμφος, ὁ αὐτ. 2. 321D.

Greek Monolingual

το (AM γόμφωμα) γομφώ
ο σκελετός, το σκαρί
αρχ.
ο γόμφος.

Greek Monotonic

γόμφωμα: -ατος, τό, αυτό που ασφαλίζεται, συνδέεται με καρφιά, ο «σκελετός», σε Πλούτ.

Middle Liddell

[from γομφόω
that which is fastened by bolts, frame-work, Plut.