κακιότερος

Revision as of 11:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

v. κακός.

German (Pape)

[Seite 1298] compar. zu κακός, von κακίων gebildet, Strat. 6 (XII, 7).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακιότερος comp., zie κακός.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκῑότερος: Anth. compar. к κακός.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκῑότερος: μεταγεν. ποιητ. τύπος τοῦ συγκρ. κακίων, Ἀνθ. Π. 12. 7.

Greek Monolingual

κακιότερος, -α, -ον (Α)
κακίων, πιο κακός, χειρότερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προήλθε πιθ. με συμφυρμό τών τ. κακίων και κακώτερος].