σκυτεῖον

Revision as of 11:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

English (LSJ)

τό, shoemaker's workshop, Hp. Epid.4.20, Teles p.46 H., Vit.Hom.9.

German (Pape)

[Seite 908] τό, Schusterwerkstätte, Sp., wie Schol. Luc. Necyom. 17.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυτεῖον -ου, τό [σκυτεύς] werkplaats of winkel van een schoenmaker, schoenmakerij.

Russian (Dvoretsky)

σκῡτεῖον: τό сапожная мастерская Her.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτεῖον: τό, ἐργαστήριον σκυτοτόμου, ὑποδηματοποιεῖον, Τέλης παρὰ Στοβ. 95. 21, Βίος Ὁμ. 9.

Greek Monolingual

τὸ, Α σκυτεύς
το εργαστήρι του σκυτέως, το υποδηματοποιείο, το τσαγκαράδικο.