πανίον

Revision as of 11:23, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

English (LSJ)

τό, Dor. for πηνίον. πάνιον, τό, = πλήσμιον, v. πάνια.

German (Pape)

[Seite 460] τό, = πηνίον; τὰ τροχαῖα πανία, Leon. Tar. 8 (VI, 288).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πᾱνίον -ου, τό Dor. voor πηνίον.

Russian (Dvoretsky)

πᾱνίον: τό дор. = πηνίον.

Greek (Liddell-Scott)

πᾱνίον: τό, Δωρ. ἀντὶ πηνίον. ΙΙ. τὸ κοινῶς πανί, καλῶς περικαθαρίσας τὸ τραῦμα καὶ δήσας τὸν πόδα πανίῳ ἀπέλυσεν Ἰω. Μόσχος ἐν τῷ Λειμωναρίῳ 107, Ὀρνεοσόφ. 31, 34, 45.

Greek Monolingual

(I)
τὸ, Α
(δωρ. τ.) βλ. πηνίον.
(II)
και παννίον, τὸ, Μ πάννος
ύφασμα λινό ή βαμβακερό, πανί.