σαγηνεύς
English (LSJ)
έως, ὁ, = σαγηνευτήρ (one who fishes with a drag-net, one who fishes with the σαγήνη), DS. 9.3, AP 7.276 (Hegesipp.), 295 (Leon.), Plu. Pomp. 73 ; gen. sg. written σαγινέος MAMA 3.411 (Corycus).
German (Pape)
[Seite 857] ὁ, = Folgdm; Leon. Tar. 91 (VII, 295); Plut. Pomp. 73.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
pêcheur à la seine.
Étymologie: σαγηνεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σαγηνεύς -έως, ὁ [σαγηνεύω] sleepnetvisser.
Russian (Dvoretsky)
σᾰγηνεύς: έως Plut., Anth. и σᾰγηνευτήρ, ῆρος ὁ Anth. = σαγηνευτής.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰγηνεύς: έως, ἡ, = τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 7. 276, 295, Πλουτ. Πομπ. 73.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
αυτός που αλιεύει με το δίχτυ σαγήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. σαγηνεύω.
Greek Monotonic
σᾰγηνεύς: -έως, ἡ, = το επόμ., σε Ανθ., Πλούτ.