λωτοτρόφος

Revision as of 12:17, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, (λωτός 1) producing lotus, λεῖμαξ E.Ph.1571 (anap.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui nourrit des fleurs, fleuri.
Étymologie: λωτός, τρέφω.

Russian (Dvoretsky)

λωτοτρόφος: поросший лотосами, цветущий (λεῖμαξ Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

λωτοτρόφος: -ον, (λωτὸς Ι) παράγων λωτόν, λεῖμαξ Εὐρ. Φοίν. 1571.

Greek Monolingual

λωτοτρόφος, -ον (Α) αυτός που παράγει λωτούς, που είναι εύφορος σε λωτούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + -τρόφος (< τρέφω)].

Greek Monotonic

λωτοτρόφος: -ον (λωτός I), αυτός που παράγει λωτό, σε Ευρ.

Middle Liddell

λωτο-τρόφος, ον λωτός I]
producing lotus, Eur.