εύφορος

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔφορος, -ον)
παραγωγικός, γόνιμος, καρποφόρος, πολύκαρπος («εἰ τὸν ἀγρὸν ἔμελλες ἐγκωμιάζων εὔφορον ποιεῖν», Πλούτ.)
μσν.-αρχ.
1. (για άνεμο) ευνοϊκός
2. αυτός τον οποίο υπομένει κάποιος εύκολα, ο υποφερτός («ἔσχεν Θεαῖος εὐφόρων λάθαν πόνων», Πίνδ.)
αρχ.
1. αυτός που φέρεται ή μεταφέρεται εύκολα, ο ελαφρός, ο ευκολομεταχείριστος («εὐφορώτατα ὅπλα», Λουκιαν.)
2. (για πηλό) εύπλαστος, μαλακός
3. (για κρασί) αυτός που πίνεται εύκολα)
4. (για αρρώστια) αυτός που εξαπλώνεται, που μεταδίδεται εύκολα
5. (για πρόσ.) επιρρεπής σε κάτι
6. (για σώμα) ενεργητικός, δραστήριος, εύρωστοςἔνιοι δὲ ζῶσι καὶ εἴκοσιν ἔτη καὶ ἔτι πλείω, ἐὰν εὔφορον ἔχωσι τὸ σῶμα», Αριστοτ.)
7. ο ικανός να κάνει χαριτωμένες κινήσεις («χρὴ ὀρχεῖσθαι τὸν μέλλοντα εὐφορώτερον τὸ σώμα ἕξειν», Ξεν.)
8. ο πλούσιος, αυτός που αφθονεί σε κάτιπόλις εὔφορος πρὸς ἀνδρῶν ἀρετήν», Διον. Αλ.)
9. ο ικανός να κάνει κάτι εύκολα.
επίρρ...
εὐφόρως (Α)
1. με υπομονή, καρτερικά («εὐφορώτερον φέρειν», Ιπποκρ.)
2. εύκολα («εὐφόρως καὶ μετὰ ῥᾳστώνης ἐνεργεῖν», Φίλ.)
3. φρ. «εὐφόρως (ἔχω)» — αισθάνομαι καλύτερα, είμαι σε καλή κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φορος (< φέρω), πρβλ. παράφορος, φαρετρήφορος].