αἰσχρολογέω

Revision as of 12:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

= αἰσχροεπέω, Pl. R.395e, Brysonap.Arist.Rh.1405b10.

Spanish (DGE)

decir obscenidadescomo en la comedia κωμῳδοῦντας ἀλλήλους καὶ αἰσχρολογοῦντας Pl.R.395e, cf. Arist.Rh.1405b9, en las fiestas de Deméter, D.S.5.4.

Russian (Dvoretsky)

αἰσχρολογέω: держать непристойные речи Plat.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχρολογέω: αἰσχροεπέω, Πλάτ. Πολ. 395Ε., Bryson Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 13.

Greek Monotonic

αἰσχρολογέω: μέλ. -ήσω (λέγω) = αἰσχροεπέω, μεταχειρίζομαι αισχρή φρασεολογία, μιλώ με χυδαία λόγια ή εκφράσεις, σε Πλάτ.

Middle Liddell

λέγω, = αἰσχροεπέω, Plat.]