γωνιοειδής

Revision as of 12:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ές, angular, Arist.GC319b14, Thphr.HP1.10.1, al. (γωνο- codd.). PHib.1.16.42 (Thphr.(?)).

Spanish (DGE)

-ές
• Alolema(s): γωνοειδής Thphr.HP 1.10.1, CP 6.1.6, Sens.65
anguloso op. στρογγύλος: χαλκός Arist.GC 319b14, op. περιφερής: φύλλα Thphr.HP l.c., dicho de los humores, ref. a su σχῆμα Thphr.Sens.l.c. (= Democr.A 135), CP l.c. (= Democr.A 129), cf. Thphr.(?) en PHib.16.42.

German (Pape)

[Seite 512] ές, winkelförmig, Theophr.

Russian (Dvoretsky)

γωνιοειδής: угловатый (στρογγύλος ἢ γ. Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

γωνιοειδής: -ές, γωνίᾳ ὅμοιος, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 1. 10, 1.

Greek Monolingual

-ές (AM γωνιοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα γωνίας.