[ῠ], α, ον, = δυερός, A.Supp.829 (lyr.).
-α, -ον penoso, βοά A.Supp.829.
[Seite 671] = δυερός; βοή Aesch. Suppl. 809.
α, ον :malheureux.Étymologie: δύη.
δύϊος: горестный (βοά Aesch.).
δύϊος: -α, -ον, = δυερός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 842.
δύϊος, -α, -ον και δυερός, -ά, -όν (Α)ο δυστυχισμένος.