δυερός
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
English (LSJ)
ά, όν, (δύη) miserable, δυεροῦ θανάτοιο τυχεῖν IG3.1337, cf. Max.65, 182.
Spanish (DGE)
-ά, -όν
• Alolema(s): fem. -ή Call.SHell.257.24
• Morfología: [plu. dat. fem. -ῇσι Max.182]
1 de abstr. penoso, funesto δ. ... ἀξυλίη triste penuria de leña Call.l.c., θάνατος IG 22.11674.2 (imper.), μοῖρα SEG 39.1132.8 (Milasa, imper.), λύσις δυερῶν ὀδυνάων Max.546, cf. l.c.
2 de pers. miserable, desdichado ψυχαῖς ἡμετέραις δυεραῖς κακὰ πορσύνοντες Procl.H.1.29, βροτός Callistr.Arist. en Sch.Od.6.201, Eudoc.Cypr.1.22.
German (Pape)
[Seite 671] unglücklich, elend, VLL. u. Sp.; Lesart des Kallistratus statt διερός Odyss. 6, 201, s. Scholl. und vgl. διερός.
Greek (Liddell-Scott)
δυερός: -ά, -όν, ἄθλιος δυστυχής, δυεροῦ θανάτοιο τυχεῖν Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 153, πρβλ. Μάξ. π. κατ. 65, 182.