βοά
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
French (Bailly abrégé)
dor. c. βοή.
English (Slater)
βοά (-ά, -ᾷ, -άν; -αί)
a shout, cry Ἀθαναία ἀλάλαξεν ὑπερμάκει βοᾷ (O. 7.37) διήρχετο κύκλον ὅσσᾳ βοᾷ (O. 9.93) ἀλαθής τέ μοι ἔξορκος ἐπέσσεται ἑξηκοντάκι δὴ ἀμφοτέρωθεν ἁδύγλωσσος βοὰ κάρυκος ἐσλοῦ (O. 13.100)
b sound of a musical instrument. φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν καὶ βοὰν αὐλῶν ἐπέων τε θέσιν συμμεῖξαι (O. 3.8) παντᾷ δὲ χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται (P. 10.39) σὺν καλάμοιο βοᾷ θεὸν δέκονται (N. 5.38)
c voice, song ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται βοὰν Πιερίδων ἀίοντα (P. 1.13) βοὰ δὲ νικαφόρῳ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει (N. 3.67)
Spanish (DGE)
v. βοή.
Russian (Dvoretsky)
βοά: ἡ дор. = βοή.