εὐγενέτης

Revision as of 13:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ου, Dor. εὐγενέτας, ὁ, = εὐγενής (well-born, of noble birth, high-bred, of a good sort, noble, generous, of noble race, of high descent), used by E. in lyr., Ion 1060, al., cf. Tim. Pers. 219, AP 12.195 (Strat.) ; — fem. εὐγενέτειρα, ib. 9.788, IG 14.192 (Syracuse) ; also εὐγενέτις, prob. in IG 5(1).259 (Sparta).

German (Pape)

[Seite 1059] ὁ, = εὐγενής, Eur. Phoen. 1510 u. öfter; auch adj., Ion 1060 u. sp. D., wie παῖδες Strat. 37 (XII, 195); vgl. Leon. Al. 27 (IX, 344).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
de noble naissance.
Étymologie: εὖ, γένος.

Russian (Dvoretsky)

εὐγενέτης: Eur., Anth. = εὐγενής.

Greek (Liddell-Scott)

εὐγενέτης: -ου, ὁ, = τῷ ἐπομ., Εὐρ. Ἴων 1060, Ἀνδρ. 771, Φοίν. 1510, κτλ.· θηλ. εὐγενέτειρα, Ἀνθ. Π. 9. 788.

Greek Monolingual

εὐγενέτης και δωρ. τ. εὐγενέτας, ὁ, θηλ. εὐγενέτειρα και εὐγενέτις (Α)
ο ευγενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γενέτης (πρβλ. αει-γενέτης)].

Greek Monotonic

εὐγενέτης: -ου, ὁ, = το επόμ., σε Ευρ.· θηλ. εὐγενέτειρα, σε Ανθ.