εὐρυρέεθρος

Revision as of 13:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, with broad channel, broad-flowing, Il.21.141; cf. sq.

German (Pape)

[Seite 1095] breitfließend, Axios, Il. 21, 141.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au large courant.
Étymologie: εὐρύς, ῥέεθρον.

Russian (Dvoretsky)

εὐρῠρέεθρος: с широким течением, текущий широким потоком (Ἀξιός Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐρυρέεθρος: -ον, ἔχων εὐρὺ ῥεῖθρον, εὐρέως ῥέων, Ἰλ. Φ. 141· πρβλ. τὸ ἑπόμ.

English (Autenrieth)

and εὐρυρέων; broadflowing, Il. 21.141 †, Il. 2.849. (Il.)

Greek Monolingual

εὐρυρέεθρος, -ον (Α)
αυτός που έχει ευρύ ρείθρο, πλατιά κοίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + ρέεθρον «ρείθρον»].

Greek Monotonic

εὐρυρέεθρος: -ον (ῥέεθρον), αυτός που έχει πλατύ, φαρδύ κανάλι, αυτός που ρέει, κυλάει ανοιχτά, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

εὐρυ-ρέεθρος, ον ῥέεθρον
with broad channel, broadflowing, Il.