Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κανάλι

From LSJ

Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn

Menander, Monostichoi, 477

Greek Monolingual

το (AM κανάλιον, Μ και κανάλιο[ν]). 1. θαλάσσιο πέρασμα, φυσικό ή τεχνητό
2. αυλάκι γεμάτο νερό, διώρυγα, οχετός
νεοελλ.
1. τόπος κατάλληλος για μεταφορὰ εμπορευμάτων
2. μτφ. η ζώνη συχνότητας από την οποία μεταδίδονται εικόνες και ήχοι από τους τηλεοπτικούς πομπούς στους δέκτες της τηλεόρασης, δίαυλος
αρχ.
1. πάροδος
2. θολωτός οχετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. canalis].