εἰσέπειτα

Revision as of 13:16, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

Adv. for hereafter, τὰ..πάρος τά τ' εἰ. S.Aj.35, etc.

Spanish (DGE)

adv. en lo sucesivo τὰ τ' οὖν πάρος τά τ' εἰ. S.Ai.35, cf. D.C.Epit.7.15.8, Lib.Decl.40.13.

French (Bailly abrégé)

adv.
ou mieux εἰς ἔπειτα;
ensuite, désormais.

Russian (Dvoretsky)

εἰσέπειτα: adv. (чаще раздельно) впоследствии, после, впредь Soph.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσέπειτα: ἐπιρρ. μετὰ ταῦτα, κατόπιν, πάντα γὰρ τὰ τ’ οὖν πάρος τά τ’ εἰσέπειτα σῇ κυβερνῶμαι χερὶ Σοφ. Αἴ. 35, κτλ.

Greek Monotonic

εἰσέπειτα: επίρρ., εν συνεχεία, κατόπιν, σε Σοφ.

Middle Liddell

for hereafter, Soph.