θυσανωτός

Revision as of 13:34, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ή, όν,= θυσανόεις, κιθών, αἰγέη, Hdt.2.81,4.189; ἔνδυμα J.BJ5.5.7.

German (Pape)

[Seite 1228] mit Troddeln, Quasten versehen; κιθῶνες, αἰγέαι, Her. 2, 81. 4, 189; Ios.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
garni de franges, d'une bordure.
Étymologie: θύσανος.

Russian (Dvoretsky)

θῠσᾰνωτός: украшенный или отделанный бахромой (κιθών, αἰγέη Her.).

Greek (Liddell-Scott)

θῠσᾰνωτός: -ή, -όν, ὡς εἰ ἐκ τοῦ θυσανόω, = θυσανόεις, κιθών, αἰγέη Ἡρόδ. 2. 81., 4. 189· ἔνδυμα Ἰώσηπ. Ἰουδ. Πολ. 5. 5, 7.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θυσανωτός, -ή, -όν) θύσανος
αυτός που έχει θυσάνους, όμοιος με θύσανο, κροσσωτός, φουντωτός.

Greek Monotonic

θῠσᾰνωτός: -ή, -όν (όπως από το θυσανόω), = θυσανόεις, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

θῠσᾰνωτός, ή, όν [as if from θυσανόω] = θυσανόεις, Hdt.]