φουντωτός

From LSJ

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν [[[φουντώνω]] (Ι)]
1. αυτός που μοιάζει με φούντα, θυσανώδης («φουντωτά μαλλιά»)
2. (για φυτό) πυκνόφυλλος, δασύς, φουντωμένος («φουντωτό δέντρο»)
3. αυτός που είναι στολισμένος με φούντα ή με φούντες («φουντωτά τσαρούχια»).