φουντωτός

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν [[[φουντώνω]] (Ι)]
1. αυτός που μοιάζει με φούντα, θυσανώδης («φουντωτά μαλλιά»)
2. (για φυτό) πυκνόφυλλος, δασύς, φουντωμένος («φουντωτό δέντρο»)
3. αυτός που είναι στολισμένος με φούντα ή με φούντες («φουντωτά τσαρούχια»).