προκοιτών

Revision as of 14:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, ante-chamber, Plin.Ep.2.17.23: condemned by Phryn. 227, cf. Poll.10.43.

German (Pape)

[Seite 730] ῶνος, ὁ, Vorgemach, Lob. zu Phryn.

Russian (Dvoretsky)

προκοιτών: ῶνος ὁ передняя Anth., Plin. J.

Greek (Liddell-Scott)

προκοιτών: -ῶνος, ὁ, λέξ. μεταγεν. ἀντὶ προδωμάτιον (ὃ ἴδε), προθάλαμος, Πολυδ. Ιϳ, 43· παρὰ Πλινίῳ (Ἐπ. 2. 17) φέρεται procoeton.

Greek Monolingual

-ῶνος, ὁ, Α
προθάλαμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κοιτών «θάλαμος, υπνοδωμάτιο»].