μηκόθεν

Revision as of 14:32, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

Adv., (μῆκος) from afar, στᾶσα ἔφη Aesop.243; μ. βλέπειν Paul.Aeg.5.42.

German (Pape)

[Seite 171] von fern, von weitem her, Schol. Soph. Phil. 180 u. Sp.; die Schreibart μήκοθεν ist gegen die Regel.

French (Bailly abrégé)

adv.
de loin.
Étymologie: μῆκος, -θεν.

Russian (Dvoretsky)

μηκόθεν: adv. вдалеке или издали (στῆναι Aesop.).

Greek (Liddell-Scott)

μηκόθεν: Ἐπίρρ. (μῆκος) μακρόθεν, «ἀπὸ μακρυά», στῆναι Αἴσωπ. 356· μ. βλέπειν Παῦλ. Αἰγ. 5. 42.

Greek Monolingual

μηκόθεν και μήκοθεν (ΑΜ)
επίρρ. από μακριά, μακρόθενἀλώπηξ δὲ μηκόθεν στᾱσα ἔφη», Αισώπ. Μύθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆκος + επίρρμ. κατάλ. -όθεν (πρβλ. υψ-όθεν)].