στῆναι

From LSJ

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 de ἵστημι.

Russian (Dvoretsky)

στῆναι: inf. aor. 2 к ἵστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στῆναι inf. stamaor. van ἵσταμαι (ἵστημι).