ναοποιός
English (LSJ)
v. νεωποιός.
German (Pape)
[Seite 228] Tempel bauend, Arist. rhet. 1, 14 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
1 adj. qui construit un temple;
2 subst. (ὁ) magistrat chargé de l'administration d'un sanctuaire.
Étymologie: ναός, ποιέω.
Russian (Dvoretsky)
νᾱοποιός: ὁ строитель храма Arst.
Greek (Liddell-Scott)
νᾱοποιός: ὁ, ὁ οἰκοδομῶν ναούς, ἄρχων τις ἐπιστατῶν εἰς τὸ ἔργον τοῦτο, λέξις ἀπαντῶσα μόνον ἐν Ἀριστ. Ρητ. 1. 14, 1.