νυκτουργός

Revision as of 15:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

όν, working by night: τὸ ν. Plu.2.376e.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui travaille la nuit.
Étymologie: νύξ, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

νυκτουργός: работающий ночью: τὸ νυκτουργὸν (τοῦ αἰλούρου) Plut. подвижность кошки в ночное время.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ διὰ νυκτὸς ἐργαζόμενος, Πλούτ. 2. 376Ε.

Greek Monolingual

νυκτουργός, -όν (Α)
αυτός που εργάζεται τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -ουργός (< ἔργον)].