οἰωνόμαντις

Revision as of 15:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

εως, ὁ and ἡ, one who takes omens from the flight and cries of birds, E.Ph. 767;=Lat. augur, D.H.3.69,72.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ) :
devin qui tire des présages du vol ou du cri des oiseaux, augure.
Étymologie: οἰωνός, μάντις.

Russian (Dvoretsky)

οἰωνόμαντις: εως ὁ птицегадатель Eur.

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνόμαντις: -εως, ὁ, καὶ ἡ, ὁ μαντευόμενος ἐκ τῆς πτήσεως καὶ τῶν κραυγῶν τῶν πτηνῶν, μάντις, οἰωνοσκόπος, Εὐρ. Φοίν. 767, Διον. Ἁλ. 3. 69, 72. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537.

Greek Monolingual

οἰωνόμαντις, ὁ (Α)
οιωνοσκόποςοἰωνόμαντις Τειρεσίας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + μάντις.

Greek Monotonic

οἰωνόμαντις: -εως, ὁ και ἡ, αυτός που λαμβάνει προμηνύματα από το πέταγμα και τις κραυγές των πουλιών, μάντης, οιωνοσκόπος, σε Ευρ.

Middle Liddell

οἰωνό-μαντις, εως,
one who takes omens from the flight and cries of birds, an augur, Eur.

English (Woodhouse)

augur