πανλώβητος

Revision as of 15:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, grievously disfigured, hideous, Luc.Tox.24.

German (Pape)

[Seite 460] ganz, sehr entstellt, häßlich, μορμολυκεῖον, Luc. Tox. 24, besser παλλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait défiguré, hideux.
Étymologie: πᾶν, λωβάω.

Russian (Dvoretsky)

πανλώβητος: Luc. = παλλώβητος.

Greek (Liddell-Scott)

πανλώβητος: oν, ὁ πάνυ λελωβημένος, πάνυ δύσμορφος, δυσειδέστατος, Λουκ. Τόξ. 24.

Greek Monolingual

και κατά διόρθ. παλλώβητος, -ον, Α
εξαιρετικά δύσμορφος, ασχημότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + λωβῶμαι «βλάπτω, καταστρέφω, ακρωτηριάζω»].

Greek Monotonic

πανλώβητος: -ο, φοβερά δύσμορφος, αποκρουστικός, σε Λουκ.

Middle Liddell

παν-λώβητος, ον,
grievously disfigured, hideous, Luc.