πολύτρεπτος
English (LSJ)
ον, much-turning, changeable, Plu.2.423a.
German (Pape)
[Seite 675] viel umgewandt, veränderlich, Plut. def. or. 23 M. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on tourne aisément, très mobile.
Étymologie: πολύς, τρέπω.
Russian (Dvoretsky)
πολύτρεπτος: поворачивающийся в разные стороны, т. е. многогранный (τὸ δοδεκάεδρον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύτρεπτος: -ον, ὁ πολὺ τρεπόμενος, εὐμετάβολος, Πλούτ. 2. 423Α.
Greek Monolingual
-ον, Α
ευμετάβλητος, ασταθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τρεπτός (< τρέπω), πρβλ. εύ-τρεπτος].