πολυχρήμων

Revision as of 15:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, gen. ονος, = πολυχρήματος, Plb.18.35.9 (Sup.), Man.4.21.

German (Pape)

[Seite 677] ονος, = πολυχρήματος; Pol. πόλις πολυχρημονεστάτη, 18, 18, 9; ἄνδρες, Man. 4, 21; κτῆσις, ib. 102.

Russian (Dvoretsky)

πολυχρήμων: 2, gen. ονος весьма состоятельный, богатый (πόλις Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυχρήμων: -ον, γεν. ονος, = πολυχρήματος, Πολύβ. 18. 18, 9.

Greek Monolingual

-ύχρημον, Α
πολυχρήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χρήμων (< χρῆμα), πρβλ. φιλο-χρήμων].