στροφέω

Revision as of 15:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

cause the colic (cf. στρόφος ΙΙ), Ar.Pax 175.

German (Pape)

[Seite 956] = στρέφω, trans. und intrans., – bes. Leibschneiden haben, στροφεῖ τι πνεῦμα περὶ τὸν ὀμφαλόν, Ar. Pax 175.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 intr. tourner, rouler;
2 avoir des coliques, des tranchées.
Étymologie: στροφή.

Russian (Dvoretsky)

στροφέω:
1) στρόφος 5] страдать резями в животе Arph.;
2) Arph. v.l. = στρέφω.

Greek (Liddell-Scott)

στροφέω: ἔχω πόνους κατὰ τὴν γαστέρα, κωλικόπονον (ἴδε στρόφος ΙΙ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 175.

Greek Monotonic

στροφέω: μέλ. -ήσω, υποφέρω από κολικό του εντέρου (βλ. στρόφος II), σε Αριστοφ.

Middle Liddell

στροφέω, fut. -ήσω
to have the colic (v. στρόφος II), Ar.