σπανία

Revision as of 15:47, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ἡ,= σπάνις, E.Rh.245 (lyr.), D.S.24.1, Phot.

German (Pape)

[Seite 916] ἡ, = σπάνις, Mangel, VLL.; Jac. A. P. 201. S. auch σπάνιος.

Russian (Dvoretsky)

σπᾰνία:редкость, недостаток, нехватка, скудость (τῶν ἀγαθῶν Eur.; τῶν τροφῶν Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰνία: ἡ, = σπάνις, Εὐρ. Ρῆσ. 245, Διοδ. Ἐκλογ. 507. 91, Φώτ.

Greek Monolingual

ἡ, Α σπάνιος
σπανιότητα, σπάνις.