συνεκφωτίζω

Revision as of 15:51, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

join in illuminating, Plu.2.806a.

French (Bailly abrégé)

éclairer en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκφωτίζω.

Russian (Dvoretsky)

συνεκφωτίζω: вместе или друг друга освещать, взаимно озаряться Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκφωτίζω: ἐκφωτίζω ὁμοῦ ἢ ὁμοίως, Πλούτ. 2. 806Α.

Greek Monolingual

Α
δίνω πρόσθετο φως, φωτίζω πλήρως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκφωτίζω «φωτίζω πλήρως, καταλάμπω»].