συνόλως

Revision as of 16:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

French (Bailly abrégé)

adv.
en somme, au total.
Étymologie: σύνολος.

Russian (Dvoretsky)

συνόλως: в целом, вообще Isocr.

Greek (Liddell-Scott)

συνόλως: ἴδε σύνολος ἐν τέλει.

Greek Monolingual

Α
βλ. σύνολος.