συνερανισμός

Revision as of 16:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ὁ, gathering in, collecting, Plu.2.992a.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
contribution, collecte, cotisation.
Étymologie: συνερανίζω.

Russian (Dvoretsky)

συνερᾰνισμός:собирание, сбор Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συνερᾰνισμός: ὁ, τὸ συνερανίζειν, συλλέγειν, χαίρειν ἐῶσα τὸν παρ’ ἑτέρων διὰ μαθήσεως τοῦ φρονεῖν συνερανισμὸν Πλούτ. 2. 992Α.

Greek Monolingual

ὁ, Α συνερανίζω
1. συνεισφορά από κοινού με άλλους
2. μτφ. συγκέντρωση δανείων γνώσεων, λογοκλοπή.