φυγαίχμης

Revision as of 16:48, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ου, Dor. -μας, α, ὁ, fleeing from the spear, unwarlike, cowardly, A.Pers.1025 (lyr.), Call.Fr.117.

German (Pape)

[Seite 1311] ὁ, den Speer, den Krieg fliehend, unkriegerisch, feig, Aesch. Pers. 984 u. sp. D., wie Callim. frg. 117.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui fuit les lances ou les combats.
Étymologie: φεύγω, αἰχμή.

Russian (Dvoretsky)

φῠγαίχμης: ου ὁ бегущий из (от) сражения (Ἰάνων λαὸς οὐ φ. Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

φῠγαίχμης: -ου, ὁ, ὁ φεύγων τὴν αἰχμήν, ἀπόλεμος, δειλός, λαὸς οὐ φυγαίχμας Αἰσχύλ. Πέρσ. 1025, Καλλ. Ἀποσπ. 117.

Greek Monolingual

-ου, και δωρ. τ. φυγαίχμας, -α, ὁ, Α
1. αυτός που αποφεύγει το ακόντιο
2. (κατ' επέκτ.) δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ- του αορ. -φυγ-ον του ρ. φεύγω + αἰχμή (πρβλ. καρτερ-αίχμης)].

Greek Monotonic

φῠγαίχμης: -ου, ὁ (αἰχμή), αυτός που αποφεύγει τα δόρατα, απόλεμος, δειλός, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

φῠγ-αίχμης, ου, ὁ, αἰχμή
fleeing from the spear, unwarlike, cowardly, Aesch.