χαράκωσις
English (LSJ)
εως, ἡ, A palisading, fortifying, Lycurg.44, Ph.Bel.85.48 (pl.), Plu.Mar.7. 2 palisade, LXX De.20.20. II propping of vines, PSI6.595.3 (iii B. C.), Gp.5.27 tit.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de construire une palissade, un retranchement.
Étymologie: χαρακόω.
Russian (Dvoretsky)
χᾰράκωσις: εως (ρᾰ) ἡ обнесение частоколом Plut.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰράκωσις: -εως, ἡ, τὸ περιβάλλειν διὰ χαρακώματος, ὀχύρωσις διὰ χαράκων, ὀχύρωσις, Λυκοῦργ. 153. 27, Πλουτ. Μάρ. 7.
Greek Monotonic
χᾰράκωσις: ἡ, οχύρωμα σε Λυκούργ., Πλούτ.
Middle Liddell
χᾰράκωσις, εως,
a palisading, Lycurg., Plut.