ἀγχιστήρ
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, one who brings near, πάθους S.Tr.256.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
el que aporta, el que es causa de πάθους S.Tr.256, cf. Fr.Lex.III.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui est cause de.
Étymologie: ἄγχι.
Russian (Dvoretsky)
ἀγχιστήρ: ῆρος ὁ ближайший виновник (τοῦδε τοῦ πάθους Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγχιστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ φέρων πλησίον, ὁ ἐγγίζων (ἐνεργ. σημ.) μόνον παρὰ Σοφ. Τρ. 256, ἦ μὴν τὸν ἀγχιστῆρα τοῦδε τοῦ πάθους, τὸν πρόξενον τούτου τοῦ πάθους.
Greek Monotonic
ἀγχιστήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που φέρνει κοντά, άμεσος δράστης, σε Σοφ.
Middle Liddell
[from ἄγχιστος
one who brings near, the immediate author, Soph..