ἀγχιστήρ

Revision as of 17:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, one who brings near, πάθους S.Tr.256.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
el que aporta, el que es causa de πάθους S.Tr.256, cf. Fr.Lex.III.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui est cause de.
Étymologie: ἄγχι.

Russian (Dvoretsky)

ἀγχιστήρ: ῆρος ὁ ближайший виновник (τοῦδε τοῦ πάθους Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀγχιστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ φέρων πλησίον, ὁ ἐγγίζων (ἐνεργ. σημ.) μόνον παρὰ Σοφ. Τρ. 256, ἦ μὴν τὸν ἀγχιστῆρα τοῦδε τοῦ πάθους, τὸν πρόξενον τούτου τοῦ πάθους.

Greek Monotonic

ἀγχιστήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που φέρνει κοντά, άμεσος δράστης, σε Σοφ.

Middle Liddell

[from ἄγχιστος
one who brings near, the immediate author, Soph..