ἀμφίμακρος

Revision as of 17:21, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, long at both ends: - ὁ ἀ. metrical foot amphimacer, (as Οἰδίπους), also called creticus, Heph.3.2, Quint.Inst.9.4.81, etc.

Spanish (DGE)

-ον
subst. ὁ ἀ. métr. largo en ambos extremos e.d. el pie métrico anfímacro o crético (¯˘¯) Heph.3.2, Quint.Inst.9.4.81.

German (Pape)

[Seite 141] auf beiden Seiten lang, der Versfuß - ñ– bei Gramm.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίμακρος: ὁ (sc. πούς) (= κρητικός ) стих. амфимакр (стопа – ∪ –).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίμακρος: -ον, μακρὸς κατ’ ἀμφότερα τὰ ἄκρα: - ὁ ἀμφ. μετρικὸς ποὺς -υ- (ὡς Οἰδίπους), καλούμενος καὶ κρητικός, Γραμμ.

Greek Monolingual

-η -ο (Α ἀμφίμακρος, -ον)
1. ο μακρός και από τις δύο πλευρές
2. (στη Μετρική) «ποὺς» μακρός στην πρώτη και τρίτη συλλαβή [π. χ. Οιδίπους (-υ-)], που έχει την ιδιαίτερη ονομασία Κρητικός (αντίθ. αμφίβραχυς)].
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + μακρός.