ἀκκισμός

Revision as of 17:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ὁ, prudery, Philem.4.14, Luc.Am.4, Philostr.Ep.35, Hld.6.4.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
• Alolema(s): ἀκισ- Sch.A.Eu.206 (p.213)
gazmoñería, remilgo Philem.3.14, Ph.4.190, Luc.Am.4, Hld.6.4.1, Hsch.

Russian (Dvoretsky)

ἀκκισμός:жеманничание, притворство Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκκισμός: προσποίησις ἀδιαφορίας, σεμνοτυφία, ψευδοκοσμιότης, Φιλήμ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1.14· πρβλ. ἀκκίζομαι.

Greek Monolingual

ο (Α ἀκκισμὸς) ἀκκίζομαι
επίπλαστοι τρόποι, ψευδοσεμνοτυφία.