ἀνδροβρώς

Revision as of 17:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ῶτος, ὁ, ἡ, man-eating, cannibal, γνάθος E.Cyc.93; χαρμοναί Id.HF384; ἡδοναί Fr.537.

Spanish (DGE)

-ῶτος
antropófago, propio de caníbales, γνάθος E.Cyc.93, χαρμοναῖσιν ἀνδροβρῶσι E.HF 384, ἀνδροβρῶτας ἡδονάς E.Fr.537.

German (Pape)

[Seite 218] ῶτος, menschenfressend, γνάθος Eur. Cycl. 93; χαρμοναί Herc. Fur. 385, wie Dosiad. ara 2 (XV, 26), von Diomedes, der den Kopf des Melanippus aufgegessen haben soll.

French (Bailly abrégé)

c. ἀνδροβόρος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδροβρώς: ῶτος adj. пожирающий людей, людоедский Eur., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδροβρώς: -ῶτος, ὁ, ἡ, (βιβρώσκω) = ἀνδροβόρος, γνάθος Εὐρ. Κύκλ. 93· χαρμοναὶ ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 385· πρβλ. ὠμοφάγος.

Greek Monotonic

ἀνδροβρώς: -ῶτος, ὁ, ἡ (ἀνήρ, βι-βρώσκω), αυτός που τρώει άνδρες, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἀνήρ, βιβρώσκω
man-eating, Eur.

English (Woodhouse)

devouring men