ἀνθυποβάλλω

Revision as of 17:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

A bring objections in turn, retort, Aeschin.3.209. II substitute fraudulently, Ph.2.630.

Spanish (DGE)

1 refutar c. dat. αὐτῷ Aeschin.3.209.
2 sustituir con fraude ζυγὸν ἄδικον Ph.2.630.

German (Pape)

[Seite 235] dagegen Einwendungen machen, Aesch. 3, 209.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθυποβάλλω: представлять встречные доводы, возражать (τινί Aeschin.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθυποβάλλω: φέρω ἐνστάσεις τινί, ἀντερωτῶ, ὅταν ὑμᾶς ἐρωτᾷ ποῖ καταφύγω, ἄνδρες Ἀθηναῖοι; ... ἀνθυποβάλλετε αὐτῷ, ὁ δὲ δῆμος ὁ Ἀθηναίων ποῖ καταφύγῃ, Δημόσθενες; Αἰσχίν. 83 ἐν τέλ.

Greek Monolingual

ἀνθυποβάλλω)
1. υποβάλλω ένσταση, μηνύω, αντικρούω αυτόν που με έχει μηνύσει
2. υποκαθιστω με απάτη.