μηνύω
Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft
English (LSJ)
(v. fin.), Dor. μᾱν- B.Fr.10, SIG417.7 (Delph., iii B. C.): fut. -ύσω Hdt.2.121. γ', etc.: aor.
A ἐμήνῡσα h.Merc.264, And.1.26, etc.: pf. μεμήνῡκα ib.22, Pl.Ti.48b, Men.Pk.28:—Pass., pf. μεμήνῡται And.1.10, Th.1.20: aor. ἐμηνύθην E.Ion1563, Pl.Criti.108e: fut. μηνυθήσομαι Gal.UP5.15:—disclose what is secret, reveal: generally, make known, declare, μ. τινί τι h.Merc.254, Pi.N.9.4, Hdt.1.23; τι S.OT102, 1384, etc.; τί μηνύεις νέον; E.Ba.1029; τὸ πρᾶγμ' οὐ μεμήνυκ' Men. l.c.; τοὺς ἑτερογνάθους μ. ἡ πέδη indicates, betrays them, X.Eq.3.5; Λυδία λίθος μανύει χρυσόν B. l.c.:—Pass., κατὰ τὸ μεμηνυμένον Phld.Acad. Ind.p.81 M.
2 c. acc. et part., πρὸς τὸν βασιλέα μ. τινὰ ἔχοντα show that he has, Hdt.2.121.γ'; ἐξ ἐπιβουλῆς ἀποθανόντα τινὰ μ. Antipho 2.1.5; γεγονὼς ἐμηνύθη πόλεμος Pl.Criti. l.c.: the part. is sometimes omitted, τόδ' ἔργον… σε μηνύει κακόν (sc. ὄντα) E.Hipp.1077: c. acc. et inf., [ποιηταὶ] ταῦτα οὕτως ἔχειν μ. Pl.R. 366b; also ἡ ἐπιστήμη μ. ὡς… ἑπομένης τῆς ψυχῆς gives indication of the soul as following, Id.Cra. 412a.
3 followed by an interrog. or Conj., μήνυσον αὐτοῖς τίς ἐστιν Id.Ap.24d; ἀλλά μοι μηνύσατε εἰ… inform me whether... Ar.Ach. 206; μ. ὅτι… Arist.EN1101b29.
4 abs., ὡς ὁ ἔμπροσθεν μεμήνυκεν ἡμῖν λόγος Pl.Phdr.277c, cf. Phlb.19b.
II at Athens, inform, lay information against another, κατά τινος And.1.20, Lys.6.23; τινας Docum. ap. And.1.13; ταῦτα And.ibid.; περὶ τῶν μυστηρίων ib.19; μ. τι κατά τινος Th.6.60; μ. τοῖς ἄρχουσίν τι Pl.Lg.730d; πρός τινας D. 24.11: abs., ὁ μηνύσας OGI665.29 (Egypt, i A. D.): impers. in Pass., μηνύεται = information is laid, Th.6.28; ὑποτοπήσαντες… Ἱππίᾳ μεμηνῦσθαι Id.1.20, cf. 6.57, And.1.10; ὧν πέρι ἄλλων ἐμεμήνυτο Th.6.61:—Pass., also of persons, to be informed against, be denounced, τῶν μετ' αὐτοῦ μεμηνυμένων ib.53, cf. X.HG3.3.10; πρᾶγμα μηνυθέν E.Ion1563; μηνυθέντος τοῦ ἐπιβουλεύματος Th.4.89. [ῡ always in fut., aor., and pf.; and in Att. so in pres. and impf.; ῠ in Ep. and Lyr. in pres. and impf., h.Merc.254, Pi.N.l.c., O.6.52, P.1.93, I.8(7).60, B.l.c., but ῡ, h.Merc.373, B.9.14, and later.]
German (Pape)
[Seite 175] etwas Verborgenes anzeigen, verrathen, angeben, H. h. Merc. 254; übh. kund machen, ματέρι αὐδὰν μανύει, Pind. N. 9, 4; P. 1, 93 u. öfter; ποίου γὰρ ἀνδρὸς τήνδε μηνύει τύχην; Soph. O. R. 102; τά τοι κακῶς εὑρημέν' ἔργα τῷ λόγῳ μηνύεται, O. C. 1190; τί μηνύεις νέον, Eur. Bacch. 1028, öfter; πρᾶγμα μηνυθέν, Ion 1563; Ar. Ach. 206; χρηστήριον, Her. 1, 23; bes. ein Verbrechen anzeigen, Anzeige machen, Thuc. 6, 27. 28; μηνυθέντος τοῦ ἐπιβουλεύματος, 4, 89; τὶ κατά τινος, 6, 60; μεμηνυμένων αὐτῶν περὶ μυστηρίων ὡς ἀσεβούντων, 6, 53; ὅτι μεμήνυνται, daß sie verrathen waren, Xen. Hell. 3, 3, 10; mit folgd. partic., τινὰ ἔχοντα, Her. 2, 121, 3; αὐτὸν ἀποθανόντα, Antiph. 2 α 5; Andoc. 1, 12. 13 ff.; pass., πόλεμος γεγονὼς ἐμηνύθη, Plat. Criti. 108 e; τὴν τῶν ἄλλων τοῖς ἄρχουσιν ἀδικίαν, Legg. V, 730 d, wie Rep. II, 361 b u. öfter; übh. andeuten, zeigen, ὡς ὁ ἔμπροσθεν πᾶς μεμήνυκεν ἡμῖν λόγος, phaedr. 277 c; Phil. 19 b Polit. 264 b; Sp., πρός τινα, Luc. Hermot. 51, wie schon Dem. 24, 11 μηνύειν πρὸς τοὺς ζητητάς sagt; πολλὰ μηνύομεν τῶν γεγονότων καὶ τῶν ἐσομένων προσημαίνομεν vrbdt Plut. de orac. 38. – [Υ, der Regel nach im fut., aor. u. den folgdn tempp. lang, ist im praes. u. impf. ursprünglich kurz, H. h. Merc. 254 u. Pind. a. a. O.; doch bei folgender langer Sylbe auch lang, H. h. Merc. 373, vgl. Graef. Mel. 60, 3; so gew. auch bei den Attikern, vgl. Soph. O. C. 1190 Ar. Ach. 206.]
French (Bailly abrégé)
f. μηνύσω, ao. ἐμήνυσα, pf. μεμήνυκα);
1 donner une indication, indiquer, révéler : τί τινι, révéler ou faire savoir qch à qqn ; τινα κακόν EUR montrer que qqn est méchant;
2 en mauv. part dénoncer : τί τινι, τι πρός τινα, qch à qqn ; κατά τινος, faire une dénonciation contre qqn.
Étymologie: μῆνις.
Russian (Dvoretsky)
μηνύω: дор. μᾱνύω (преимущ. ῡ)
1 открывать, указывать (τινί τι HH, NT); раскрывать, обнаруживать (τινὰ ἔχοντά τι Hom.; τὴν τύχην τινός Soph.; μηνυθέντος τοῦ ἐπιβουλεύματος Thuc.): μ. τινὰ κακόν Eur. обличать кого-л. как преступника; ὡς ὁ παρελθὼν λόγος ἐμήνυσεν Plat. как показало предыдущее рассуждение;
2 показывать, сообщать, докладывать (μ. τι κατά τινος Thuc., εἴς τινα Plat. и πρός τινα Dem.): ἀφ᾽ οὖ γεγονὼς ἐμηνύθη πόλεμος Plat. с тех пор, как сообщают, началась война.
Greek (Liddell-Scott)
μηνύω: (ἴδε ἐν τέλ.), μᾱνύω· μέλλ.: -ύσω Ἡρόδ., Ἀττ.· ἀόρ. ἐμήνῡσα συχν. παρ’ Ἀττ.· πρκμ. μεμήνῡκα Ἀνδοκ. 4. 16, Πλάτ. ― Παθ., πρκμ. μεμήνῡται, ἴδε κατωτ.· ἀόρ. ἐμηνύθην Εὐρ., Πλάτ., μέλλ. μηνυθήσομαι Γαλην.· ― μέσ. ἀόρ. μηνύσαιτο παρὰ Θεοδ. Προδρ. σ. 362· (ἴδε ἐν λ. *μάω). Ἀποκαλύπτω μυστικόν, φανερώνω, προδίδω· καθόλου, ποιῶ τι γνωστόν, ἀναγγέλλω, διακηρύττω, δεικνύω. Συντάσσ.: μ. τινί τι Ὑμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 254, Πινδ. Ν. 9. 10, Ἡρόδ. 1. 23· τι Σοφ. Ο. Τ. 102, 1384, κτλ.· τοὺς ἑτερογνάθους μ. ἡ πέδη, δεικνύει, ἀποκαλύπτει, φανερώνει Ξεν. Ἱππ. 3. 5. 2) μετ’ αἰτ. καὶ μετοχ., μ. τινά ἔχοντα, δεικνύω ὅτι ἔχει τις, Ἡρόδ. 2. 121· 3· οὕτω, μ. τινὰ ἐξ ἐπιβουλῆς ἀποθανόντα Ἀντιφῶν 115. 21· πόλεμος γενονὼς ἐμηνύθη Πλάτ. Κριτί. 108Ε· ἡ μετοχ. ἐνίοτε παραλείπεται, τόδ’ ἔργον... σε μηνύει κακὸν (ἐξυπ. ὄντα) Εὐρ. Ἱππ. 1077· ― μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πλάτ. Πολ. 368Β· ― ὑπάρχει δὲ μοναδική τις σύνταξις παρὰ Πλάτ. Κρατ. 412Α: μ. ὡς... ἑπομένης τῆς ψυχῆς, πληροφορεῖ περὶ τῆς ψυχῆς ἀκολουθούσης, δεικνύει ὅτι η ψυχὴ ἀκολουθεῖ. 3) ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, μ. αὐτοῖς τίς ἐστιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 24DϏ μ. τινί εἰ... πληροφορῶ τινα ἄν..., Ἀριστοφ. Ἀχ. 206· μ. ὅτι... Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 12, 5. 4) ἀπολ., ὡς μεμήκυνεν ὁ λόγος Πλάτ. Φαῖδρ. 277C, πρβλ. Φίληβ. 19Β. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, καταμηνύω, καταγγέλλω, εἰσάγω καταγγελίαν ἐναντίον τινός, κατά τινος Ἀνδοκ. 3. ἐν τέλ., Λυσ. 105· 18· τινὰ Ἀνδοκ. 3. 3· τι αὐτόθι 7· περί τινος αὐτόθι 39· ὡσαύτως, μ. τι κατά τινος Θουκ. 6. 60· ― μ. τινί τι, πληροφορῶ τὸν ἄρχοντα περί τινος πράγματος, καταγγέλλω, Πλάτ. Νόμ. 730D· τι πρός τινα Δημ. 703. 13· εἴς τινα Πλάτ. Μενέξ. 239Β· ― ἀπροσ. ἐν τῷ παθ., μηνύεται, γίνεται μήνυσις, πληροφορία, Θουκ. 6. 28· ὑποτοπήσαντες... Ἱππίᾳ μεμηνῦσθαι ὁ αὐτ. ἐν 1. 20, πρβλ. 6. 57, Ἀνδοκ. 2. 28· ὧν πέρι ἐμεμήνυτο αὐτόθι 61· ― ἀλλ’ ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, καταγγέλλομαι, κατηγοροῦμαι, κατακρίνομαι, προδίδομαι, τῶν μετ’ αὐτοῦ μεμηνυμένων αὐτόθι 53, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 10· οὕτω, πρᾶγμα μηνυθὲν Εὐρ. Ἴων 1563· μηνυθέντος τοῦ ἐπιβουλεύματος Θουκ. 2. 89· [ῡ ἀείποτε ἐν τῷ μέλλ., ἀόρ. καὶ πρκμ.· παρὰ δὲ τοῖς Ἀττ. καὶ ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ.· ἀλλὰ τὸ υ βραχύνεται ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 254, καὶ παρὰ Πινδ., πλὴν ὅταν εὑρίσκηται πρὸ μακρᾶς συλλαβῆς, ὡς ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 373].
Spanish
English (Strong)
probably from the same base as μασσάομαι and μνάομαι (i.e. mao, to strive); to disclose (through the idea of mental effort and thus calling to mind), i.e. report, declare, intimate: show, tell.
English (Thayer)
(cf. Curtius, § 429): 1st aorist ἐμηνυσα; 1st aorist passive participle feminine μηνυθεισα; as in Greek writings from Herodotus and Pindar down;
1. to disclose or make known something secret; in a forensic sense, to inform, report: followed by ποῦ ἐστιν, τίνι τί, passive, to declare, tell, make known: to indicate, intimate: of a teacher; followed by ὅτι, A. V. uniformly show.)
Greek Monolingual
(ΑΜ μηνύω Μ και μηνυῶ, -άω, Α και δωρ. τ. μανύω)
1. αποκαλύπτω μυστικό, καθιστώ κάτι γνωστό, φανερώνω, αποκαλύπτω («ποίου γὰρ ἀνδρὸς τήνδε μηνύει τύχην», Σοφ.)
2. εισάγω κατηγορία ή διατυπώνω καταγγελία εναντίον κάποιου («καὶ ὁ μὲν αὐτός τε καθ' ἑαυτοῦ καὶ κατ' ἄλλων μηνύει τὸ τῶν Ἑρμῶν», Θουκ.)
μσν.
στέλνω μήνυμα, είδηση, εντολή
2. προσκαλώ
3. δίνω πληροφορία, ανακοινώνω, αναγγέλλω
μσν.-αρχ.
προμηνύω, προοιωνίζομαι
αρχ.
1. δηλώνω, διακηρύσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για θεματικό μεταπλασμό ενός ενεστωτικού τ. με κατάληξη -νυμι (πρβλ. τανύω), ενώ κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθ., είναι μετονοματικό παρ. ενός αμάρτυρου μήνυς. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λεξιλογική ομάδα μαίομαι, μαστήρ, οπότε ανάγεται σε ΙΕ ρίζα mā «γνέφω με το χέρι».
ΠΑΡ. μήνυμα, μήνυση, μηνυτής, μηνύτωρ
αρχ.
μηνυτήρ, μήνυτρον.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αντιμηνύω, διαμηνύω, καταμηνύω
αρχ.
εκμηνύω, προσμηνύω
νεοελλ.
προμηνύω.
Greek Monotonic
μηνύω: Δωρ. μᾱνύω, μέλ. -ύσω [ῡ], αόρ. αʹ ἐμήνῡσα, παρακ. μεμήνῡκα — Παθ., γʹ ενικ. παρακ. μεμήνῡται, αόρ. αʹ ἐμηνύθην,
I. αποκαλύπτω ό,τι εἶναι μυστικό, φέρνω στο φως, προδίδω· γενικά, γνωστοποιώ, δηλώνω, καταδεικνύω, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Αττ.· με αιτ. και μτχ., μηνύω τινὰ ἔχοντα, φανερώνω ό,τι έχει, σε Ηρόδ.· ό,τι έχει, σε Ηρόδ.· η μτχ. μερικές φορές παραλείπεται, τόδ' ἔργον σε μηνύει κακόν (ενν. ὄντα), σε Ευρ.
II. 1. στην Αθήνα, πληροφορώ, εγείρω δημοσίως καταγγελία εναντίον κάποιου, κατά τινος, σε Αττ. Ρήτ.· απρόσ. στην Παθ., μηνύεται, εγείρεται καταγγελία, μεμήνυται, έχει ήδη εγερθεί, σε Θουκ.
2. στην Παθ. επίσης, λέγεται για πρόσωπα, υπάρχουν πληροφορίες εναντίον μου, καταγέλλομαι, σε Ξεν.· επίσης, λέγεται για πράγματα, μηνυθέντος τοῦ ἐπιβουλεύματος, σε Θουκ.·
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: indicate, betray, announce (h. Merc.; Zumbach Neuerungen 52).
Other forms: Dor. μανύω, aor. -ῦσαι etc.,
Compounds: Also w. prefix, e.g. κατα-, ἐκ-.
Derivatives: μήνυμα n. indication (Th., Men.), (κατα -)μήνυσις id. (Att.); μηνυτής m. indicator, informer (Att.; Fraenkel Nom. ag. 2, 17), also -τήρ id. (A. Eu. 245, Orph. H.; Fraenkel 2, 13, Benveniste Noms d'agent 42), μανύτωρ id. (AP); μηνυτικός indicating, denunciatory (Ph., D.C.); μήνυτρον, usually pl. -α reward for the infomation (h. Merc.) with μηνυτρίζομαι (for the reward) be denunciated (hell. pap.; also H. as explanation of μηνύεσθαι).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: In μηνύω we can have either a primary thematic νυ-present with analogically generalized presentsuffix (cf. τανύω: τανύσ(σ)αι and Schwyzer 698 f.) or a denominative from *μῆνυ-ς resp. *μηνύ-ς (νυ- or υ-suffix; cf. Schwyzer 727). The word remains further dark and without connection. Unuseful hypotheses (to μένος etc.; to Lith mó-ju, mó-ti beckon with the hand etc.) in Bq; cf WP. 2, 219f., Pok. 693.
Middle Liddell
μηνψ/ω,
I. to disclose what is secret, reveal, betray, generally, to make known, declare, indicate, Hhymn., Hdt., Attic:—with acc. and part., μ. τινὰ ἔχοντα to show that he has, Hdt.; the part. is sometimes omitted, τόδ' ἔργον σε μηνύει κακόν (sc. ὄντἀ Eur.
II. at Athens to inform, lay public information against another, κατά τινος Oratt.:—impers. in Pass., μηνύεται information is laid, μεμήνυται it has been laid, Thuc.
2. in Pass. also of persons, to be informed against, to be denounced, Xen.:—also of things, μηνυθέντος τοῦ ἐπιβουλεύματος Thuc.
Frisk Etymology German
μηνύω: {mēnúō}
Forms: dor. μανύω, Aor. -ῦσαι usw.,
Grammar: v.
Meaning: anzeigen, verraten, kundtun (seit h. Merc.; Zumbach Neuerungen 52).
Composita: auch m. Präfix, z.B. κατα-, ἐκ-,
Derivative: Ableitungen: μήνυμα n. Anzeige (Th., Men. usw.), (κατα -)μήνυσις ib. (att. usw.); μηνυτής m. Anzeiger, Angeber (att.; Fraenkel Nom. ag. 2, 17), auch -τήρ ib. (A. Eu. 245, Orph. H.; Fraenkel 2, 13, Benveniste Noms d'agent 42), μανύτωρ ib. (AP); μηνυτικός anzeigend, angeberisch (Ph., D.C. u.a.); μήνυτρον, gew. pl. -α Lohn für Anzeige (seit h. Merc.) mit μηνυτρίζομαι ‘(gegen Anzeigerlohn) angegeben werden’ (hell. Pap.; auch H. als Erklärung von μηνύεσθαι).
Etymology: In μηνύω kann entweder ein primäres thematisches νυ-Präsens mit analogisch durchgeführtem Präsenssuffix (vgl τανύω: τανύσ(σ)αι und Schwyzer 698 f.) oder ein Denominativum von *μῆνυς bzw. *μηνύ̄-ς (νυ- oder υ-Suffix; vgl. Schwyzer 727) stecken. Das Wort bleibt im übrigen dunkel und ohne Anknüpfung. Unbrauchbare Hypothesen (zu μένος usw.; zu lit mó-ju, mó-ti mit der Hand winken usw.) sind bei Bq notiert; s. auch WP. 2, 219f., Pok. 693.
Page 2,229-230
Chinese
原文音譯:mhnÚw 姆匿哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:宣佈
字義溯源:宣露^,告訴,顯示。宣示,指示明白,指明,報明,顯出;或由(μασάομαι / μασσάομαι)=咬,試作)與(μνάομαι)=記住)組成。參讀 (ἀναδείκνυμι)同義字
出現次數:總共(4);路(1);約(1);徒(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 指明的人(1) 林前10:28;
2) 有人告訴(1) 徒23:30;
3) 就要報明(1) 約11:57;
4) 曾經指示明白了(1) 路20:37
Mantoulidis Etymological
(=φανερώνω, καταγγέλλω). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του.
Παράγωγα: μήνυμα (=κατηγορία), μήνυσις, μηνυτέον, μηνυτήρ, μηνυτής, μηνυτικός, μήνυτρον (=ἀμοιβή γιά μήνυση), μηνύτωρ.
Léxico de magia
1 revelar c. suj. divino παρεδρικῶς προσγίνεται δαίμων, ὅς τὰ πάντα μηνύσει σοι ῥητῶς a modo de asistente existe un demon que te lo revelará todo expresamente P I 1 τί ἐστιν τὸ ἔνθεόν σου ὄνομα; μήνυσόν μοι ἀφθόνως ¿cuál es tu nombre divino? revélamelo sin envidia P I 161 2 informar de, indicar un elemento de la práctica λαβὼν ὑμένα ὄνειον καὶ ... ἐπίγραφε ἐπ' αὐτοῦ τὸ ζῴδιον τὸ μηνυθησόμενον toma una piel de asno y graba sobre ella la figura que se te indicará P IV 2016 P IV 2069 λαβὼν καλπάσου φύλλον ζωγράφησον τῷ μηνυθησομένῳ σοι μέλανι τὴν θεὸν τήν σοι μηνυθησομένην toma una hoja de lino y con la tinta que se te indicará dibuja la diosa que te será indicada P IV 2046 P IV 2069
Lexicon Thucydideum
indicare, indicium deferre, to inform against, report, 2.42.2, 6.27.2, 6.60.2, 6.60.4, 6.74.1, 8.39.3, 8.50.5,
PASS. 1.20.2, [vulgo commonly μεμηνύσθαι]. 4.89.1, 6.28.1, 6.53.1, 6.57.2, [vulgo commonly μεμηνύσθαι]. 6.61.4.
Translations
reveal
Arabic: كَشَفَ; Azerbaijani: üzə çıxarmaq; Bulgarian: разкривам; Catalan: revelar; Chinese Mandarin: 透露, 顯示/显示; Czech: odhalit; Danish: afsløre; Dutch: onthullen, zich ontpoppen; Esperanto: malkaŝi; Estonian: paljastama; Finnish: paljastaa; French: révéler; Galician: revelar; German: enthüllen; Greek: αποκαλύπτω; Ancient Greek: ἀναδηλόω, ἀνακαλύπτω, ἀναπτύσσω, ἀπαμφιάζω, ἀπογυμνόω, ἀπογυμνῶ, ἀποδηλόω, ἀποκαλύπτω, δηλοποιέω, δηλοποιῶ, δηλόω, δηλῶ, διακαλύπτω, διανακαλύπτω, διανοίγω, ἐκκαλύπτω, ἐκμυθέομαι, ἐκφαίνω, ἐκφαντεύω, ἐντρυλλίζω, ἐξαποφαίνω, ἐτάζω, μηνύω, παρασημαίνω, φαίνω, φανερόω, φανερῶ; Hebrew: גילה, חשף; Hungarian: felfed; Icelandic: afhjúpa; Ido: revelar; Irish: foilsigh; Old Irish: foilsigidir; Italian: rivelare, gettare la maschera, uscire allo scoperto, mostrare se stesso, svelare; Japanese: 現す, 表す, 表わす; Korean: 나타내다, 드러내다; Kurdish Central Kurdish: دەرخستن; Latin: acclaro, exhibeo, patefacio, revelo; Macedonian: открива; Malay: dedah; Ngazidja Comorian: upvenua; Norwegian: avsløre; Old Church Slavonic: авити; Old English: ætīewan; Persian: مکشوف ساختن; Polish: odkrywać, odkryć, odsłaniać, odsłonić, ujawniać, ujawnić; Portuguese: revelar; Russian: выявлять, раскрывать, показывать; Scots: kithe; Serbo-Croatian: открити, otkriti; Spanish: revelar, propalar; Swahili: -toboa, -dhihirisha; Swedish: uppenbara; Telugu: బయటపెట్టు, వెల్లడించు; Turkish: açığa vurmak; Ugaritic: 𐎁𐎙𐎊; Ukrainian: розкривати, виявляти, показувати, з'ясовувати; Welsh: datguddio; Yiddish: אַנטפּלעקן