ἀνάνδρωτος

Revision as of 17:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

widowed, εὐναί S.Tr.110 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον sin marido εὐναί S.Tr.110.

German (Pape)

[Seite 199] des Mannes beraubt, verwittwet, εὐναί Soph. Tr. 109.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. f.
sans époux.
Étymologie: , ἀνδρόω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάνδρωτος: adj. f лишившаяся супруга, овдовевшая (εὐναί Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάνδρωτος: θήλ. ἐστερημένη, ἔρημος ἀνδρός, εὐναὶ Σοφ. Τρ. 110.

Greek Monolingual

ἀνάνδρωτος, -ον (Α) ἀνδροῦμαι
ο στερημένος από άνδρα.

Greek Monotonic

ἀνάνδρωτος: -ον (ἀνδρόω), ορφανός, στερημένος, εὐναί, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἀνδρόω
widowed, εὐναί Soph.