ἀντίτολμος

Revision as of 17:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, boldly attacking, A.Eu.553 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
que se atreve a luchar, audaz subst. ὁ ἀ. A.Eu.553.

German (Pape)

[Seite 262] (τόλμα), dagegen unternehmend, verwegen, Aesch. Eum. 523.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui résiste hardiment.
Étymologie: ἀντί, τολμάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίτολμος: дерзающий, смелый, отважный Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίτολμος: -ον, (τόλμα) ὁ εὐθαρσῶς ἐπιτιθέμενος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 553.

Greek Monolingual

ἀντίτολμος, -ον (Α)
αυτός που επιτίθεται με τόλμη, τολμηρός.

Greek Monotonic

ἀντίτολμος: -ον (τόλμα), αυτός που επιτίθεται με τόλμη, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

τόλμα
boldly attacking, Aesch.