смелый
From LSJ
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
Russian > Greek
εὐθαρσής, ἀναιδής, ἀντίτολμος, πρόθυμος, κραταιός, τολμηρός, τολμητής, θυμικός, θαρσαλέος, θαρραλέος, τόλμα, θυμώδης, θρασυμέμνων, παράβολος, ἰτητικός, θυμοειδής, θρασύς, εὔτολμος, θαρσητικός, θαρρητικός, παρακινδυνευτικός, τολμήεις