ἀπογείσωμα

Revision as of 18:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ατος, τό, projecting cornice: metaph. of eyebrows, Arist.PA58b16.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
cornisa saliente fig. de las cejas, Arist.PA 658b16.

Russian (Dvoretsky)

ἀπογείσωμα: ατος τό навес, карниз Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπογείσωμα: το, γεῖσον, γραμμὴ προεξέχουσα ἄνωθεν, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 2. 15, 1.

Greek Monolingual

το (Α ἀπογείσωμα)
προεξοχή στέγης, το γείσο.