ἀποκυματίζω

Revision as of 18:07, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

make to swell with waves, boil up, Plu.2.734e: metaph., ἀ. τὰς ψυχάς ib.943d; ἦχον D.H. Comp.23.

Spanish (DGE)

1 levantar en oleadas τὸ πνεῦμα Plu.2.734e
fig. producir como una ola τὸν ἦχον D.H.Comp.23.15.
2 fig. barrer por el oleaje (τὰς ψυχάς) γλιχομένας Plu.2.943d.

German (Pape)

[Seite 309] wie eine Welle wegreißen, ἡ θερμότης τὸ πνεῦμα Plut. Symp. 8, 10, 1; άρμονία τῶν ὀνομάτων – τὸν ἦχον D. H. de C. V. 23.

French (Bailly abrégé)

ballotter avec les flots, rendre houleux.
Étymologie: ἀπό, κυματίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκῡμᾰτίζω: поднимать волнами, перен. волновать, возбуждать (τὸ πνεῦμα, ψυχάς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκῡματίζω: κάμνω τι νὰ κυματίζῃ, νὰ ἀναβράζῃ, Πλούτ. 2. 734A: - μεταφ., ἀπ. τὰς ψυχὰς αὐτόθι 943C· εἶχον Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 23.

Greek Monolingual

ἀποκυματίζω (Α)
κάνω κάτι να κυματίζει, να αναβράζει.